Με
τον Σκούρτη τον Γιώργο, εδώ και πολλά χρόνια, τις σπάνιες φορές
που συναντιόμαστε μετά τα μεσάνυχτα, λέμε βιαστικά εκεί, στην κάθοδο,
για τα πράγματα που μισούμε και για τα πολύ λίγα που αγαπάμε, όπως
κι εμάς αυτά όσα από αυτά έμειναν όρθια, με background τον ήχο από
τα παγάκια στα ποτήρια μας, με τα βραδινά πολλά ποτά, κάνοντας πολύ
φυσιολογικά ένα ντουέτο με όσα λόγια και όσες νότες χρειάζεσαι,
για να περάσεις μέσα από τη νύχτα εκεί που δε χωράει καμία flou
artistique πόζα. Εκεί που όλοι μοιάζουμε.
Πριν
από μερικά χρόνια, ο Σκούρτης μου έδωσε ένα φάκελο και τον κράτησα
χωρίς να τον ρωτήσω τι έχει μέσα. Από διαίσθηση ήξερα πως είναι
ο ιδανικός σεναριογράφος του «δεν έχεις να πας πουθενά», ενώ με
αυτή την προοπτική ξεκινάς ίσως να σωθείς ή να χαθείς μέσα στη νύχτα
και πάντοτε με τους ίδιους, και τα ίδια που έχουν στο νου τους,
το ίδιο συναντιέσαι αλλά ακόμα μένεις εδώ.
«Κάτι
πρέπει να κάνουμε», μου είπε «μπας και πάμε λίγο παρακάτω, αν και
δεν το νομίζω... Κάνε κάτι με μια μουσική γι' αυτό». Έβαλα το φιλμ
στο εμφανιστήριο και άρχισαν, στο μεσημεριανό φως, να εμφανίζονται
μία μία οι βραδινές εικόνες. Δεν ξέρω αν καταφέραμε τίποτε, αλλά
τουλάχιστον νομίζω πως βρήκαμε τους χρόνους, τους ρυθμούς και κάτι
από το σχήμα τους· έναν μπούσουλα της φθοράς δηλαδή, αν μη τι άλλο.
Χωρίς να αρπάζουμε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας απ' αυτό που την υφίσταται,
αλλά από εμάς τους ίδιους, που σιγά σιγά λιγοστεύουμε και δεν περισσεύουμε
στο veraman bar. Χαρά στο πράγμα, που λένε, δηλαδή!
|