Επιτρέψτε μου να
ξεκινήσω με μια ρητορική ερώτηση. Γιατί είναι απαραίτητο μια κοπέλα που έχει ασχοληθεί
με τη φωνή της - "φοίτησε στο Μουσικό σχολείο, έχει κάνει αρκετά χρόνια
φωνητική κι έχει λάβει μέρος σε πολλούς μουσικούς αγώνες στους οποίους και διακρίθηκε",
διαβάζουμε στο βιογραφικό της - να κυκλοφορεί κι ένα cd, ασχέτως αν έχει το απαραίτητο
υλικό για κάτι τέτοιο; Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, η Τζωρτζίνα Αλεξάκη βγήκε στο προσκήνιο με τη βοήθεια
του παροπλισμένου εσχάτως Χρήστου Νικολόπουλου, που της έγραψε τρία καινούργια
τραγούδια, απ' αυτά που μπορεί εύκολα να γράφει, σε στίχους της γνωστής από τα
παλιά στιχουργού Μάρως Μπιζάνη, με την οποία ο Νικολόπουλος είχε συνεργαστεί
και στο παρελθόν ("Εγώ θα σου μιλώ", "Ο τραγουδιστής"). Στίχοι
απλοϊκοί, με προβλέψιμες ρίμες, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας. Κοντολογίς, αδιάφοροι. Το
υπόλοιπο υλικό της "Πρεμιέρας" βασίζεται σε επανεκτελέσεις τραγουδιών,
που δύσκολα τα αγγίζεις. Όχι επειδή είναι απαγορευτική κάθε διάθεση ή απόπειρα
να ξανατραγουδηθούν τα συγκεκριμένα κομμάτια. Απλά, επειδή μιλάμε για τραγούδια
με τη δική τους ιστορία, που σφραγίστηκαν ανεξίτηλα από τις φωνές που τα πρωτόπαν.
Ως εκ τούτου, κάθε τους νέα ηχογράφηση που δεν έχει να προσθέσει κάτι καινούργιο
ερμηνευτικά ή ενορχηστρωτικά, θα καταντά μια χωρίς λόγο ύπαρξης κόπια. Τι θα μπορούσε
να δώσει παραπάνω, π.χ., η σωστή τεχνικά ερμηνεία της κυρίας Αλεξάκη στα τέσσερα
τραγούδια που πρωτόπε η Χαρούλα Αλεξίου ("Αν πεθάνει μια αγάπη", "Εξαρτάται",
"Όλες του κόσμου οι Κυριακές", "Πανσέληνος") ή στο "Καμιά
φορά" ή στο "Νύχτα στάσου"; Όπως αποδείχτηκε, τίποτα. Τότε γιατί
να κυκλοφορήσουν; Για να ικανοποιήσουν μια προσωπική ματαιοδοξία ή για να αναδείξουν
μια πενία υλικού; Σε τελική ανάλυση, αν δεν έχεις υλικό να τραγουδήσεις, κάθεσαι
σπίτι σου μέχρι να το βρεις... |