Πριν από 5 ή 6 χρόνια, η αδελφή μιας φίλης μου ζήτησε να της προτείνω
ένα βιβλίο γιατί ήθελε να κάνει ένα δώρο στον Μιχάλη Χατζηγιάννη!
Σκέφτομαι ότι αν κάποιος είναι τόσο αγαπητός ώστε κάποιοι να μην
αρκούνται στο να αγοράζουν τους δίσκους του ή να πληρώνουν (και
ενίοτε να χρυσοπληρώνουν) την είσοδό τους στις συναυλίες / βραδυνές
εμφανίσεις του αλλά να είναι διατεθειμένοι να του αγοράσουν και
προσωπικά δώρα, τότε σίγουρα κάτι θα πρέπει να κάνει σωστά. Στο
κάτω κάτω μιλάμε για έναν καλλιτέχνη ο οποίος είναι μια από τις
λίγες ατόφιες περιπτώσεις ποπ σταρ στην Ελλάδα: ιδιαίτερα αγαπητός
στις νεαρές ηλικίες αλλά και ευρέως αποδεκτός σε μεγαλύτερες,
με τραγούδια που ακούγονται στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, στα
νυχτερινά κλαμπ, σχεδόν παντού με λίγα λόγια.
Τι
είναι λοιπόν αυτό που κάνει σωστά ο Μιχάλης Χατζηγιάννης (και
μιλάω αποκλειστικά για τη μουσική χωρίς να παραγνωρίζω παράγοντες
όπως η σκηνική παρουσία, η εμφάνιση ή το μάρκετινγκ); Γράφει ανεπιτήδευτη
(αν και όχι απαραίτητα απλοϊκή) ποπ μουσική η οποία στις καλές
της στιγμές στέκεται άνετα πάνω από τα περισσότερα πράγματα που
πλασάρονται για ελληνική ποπ στις μέρες μας. Δεν προκαλεί λοιπόν
μεγάλη εντύπωση ούτε το μέγεθος ούτε η διάρκεια της επιτυχίας
του. Και μιλάμε για διάρκεια 7 δίσκων, αριθμός ουκ ευκαταφρόνητος
στην ποπ σκηνή όπου συνήθως τα ονόματα έρχονται και παρέρχονται
με ρυθμούς ...πασαρέλας!
Καλά
όλα αυτά αλλά η ταμπακιέρα; Τι λέει ο νέος δίσκος του Μιχάλη Χατζηγιάννη,
με τίτλο "7"; Για αρχή, δεν συνεχίζει ευτυχώς
στα ηλεκτρονικά μονοπάτια τύπου "Έτσι σε θέλω". Αν και
οι ρυθμοί ακούγονται στα περισσότερα κομμάτια να έχουν βγει πατώντας
Enter, οι ενορχηστρώσεις περιλαμβάνουν κιθάρες, σαξόφωνα και φυσαρμόνικα
και ακούγονται πιο φυσικές. Ίσως αυτό να δυσκολεύει λίγο το πάντρεμα
με τις playlist των νυχτερινών μαγαζιών αλλά πάνε καλύτερα στα
κομμάτια (εξάλλου όλο και κάποια remix θα γίνουν). Ο δίσκος ξεκινά
με τα δύο τραγούδια του που ακούγονται αυτό τον καιρό, το "Εμείς
οι δυο σαν ένα" και "Η αγάπη που μένει" τα οποία
αν και κινούνται στο γνώριμο ύφος του Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν
αφήνουν τίποτα το ιδιαίτερο μετά το άκουσμά τους και δεν δικαιολογούν
την επιλογή τους σαν αιχμή τους δόρατος του νέου δίσκου. Το "Νιώσε
κοντά μου" που ακολουθεί είναι σαφώς καλύτερο, με κιθάρες,
ντέφι, φυσαρμόνικα και χαρούμενο ρεφραίν.
Το
"Μη με κοιτάς" φαίνεται να είναι το απαραίτητο λαϊκο-ποπ
του δίσκου και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν και είναι σίγουρα
καλύτερο από πολλά ανάλογου ύφους. Οι reggae επιρροές του "'Ολα
θα πάνε καλά" είναι προτιμότερες και το κομμάτι λειτουργεί
καλά μέσα στην απλότητά του. Το επόμενο τραγούδι ωστόσο, το "Θάλασσα",
είναι αυτό που αφήνει το σημάδι του στο δίσκο: με μια όμορφη μελωδία
που φλερτάρει με το έντεχνο χωρίς να γίνεται επιτηδευμένα σοβαρό,
αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα κομμάτια στην καριέρα του.
Στη
συνέχεια ο δίσκος κάνει μια μικρή κοιλιά με τα 3 κομμάτια που
ακολουθούν ("Πάρτα όλα δικά σου", "Μια νύχτα"
και "Που να σε βρω") καθώς ο Χατζηγιάννης παίζει πάλι
στο γνώριμο ύφος του χωρίς να φτάνει σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Ειδικά το δεύτερο ακούγεται σαν power ballad κατά παραγγελία (κομπλέ
με 80'ς σόλο κιθάρας), σαν να γράφτηκε δηλαδή για να εκπροσωπηθεί
και το συγκεκριμένο, πιασάρικο είδος στο δίσκο. Καλή η πολιτική
των ίσων ευκαιριών αλλά μην την εφαρμόζουμε και παντού...
Ευτυχώς
ο δίσκος έχει ακόμα έναν άσο στο μανίκι, το "Ανάποδα"
με ένα καλό ρεφραίν κι ένα όμορφο σαξόφωνο για χρώμα - εύκολα
θα αγαπηθεί στις ζωντανές εμφανίσεις. Το "7" κλείνει
με την ακουστική μελαγχολία του "Αναπτήρας", ένα τραγούδι
που δεν κολλάει ιδιαίτερα με τον υπόλοιπο δίσκο αλλά δεν είναι
πολύ καλό έτσι κι αλλιώς.
Συνολικά,
το "7" έχει κάποια καλά κομμάτια και κάποια όχι και
τόσο αλλά μάλλον θα αφήσει ικανοποιημένο το κοινό του Μιχάλη Χατζηγιάννη,
θα βγάλει κάποιες επιτυχίες και (πιθανότατα) θα συνεχίσει να γεμίζει
τη ...βιβλιοθήκη του Μιχάλη με δώρα! Προφανώς η μουσική του δεν
κάνει για όλους αλλά κάνει για αρκετούς. Για κάποιους άλλους δε,
κάνει πάρα πολύ - είναι το κοινό με "υψηλή αφοσίωση"!
|