M.C.:
Να ξεκινήσουμε απ' το δίσκο σου. Να
μας πεις λίγα λόγια γι' αυτή τη νέα κυκλοφορία.
Γιάννης Βαρδής (Γ.Β.):
Ο δίσκος κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, λέγεται "υπάρχω κι εγώ",
είναι ο τρίτος κατά σειρά, οι συνθέσεις είναι του πατέρα μου, (δε χρειάζεται
να πω όνομα έτσι?) (γέλια), στίχους έχει γράψει ο Βασίλης Γιαννόπουλος,
ο οποίος είναι ένας φοβερός τύπος που δουλεύει συνήθως με τον Παπακωνσταντίνου,
είναι πολύ άμεσος και μας δίνει πολλές εναλλακτικές λύσεις, δηλαδή,
του δίνουμε τη μελωδία και μας δίνει δύο διαφορετικές στιχουργικές εκδοχές
σε μια μέρα. Και έχουμε και μια διασκευή, ένα κλασσικό κομμάτι το "αγριολούλουδο"
που το έχει πει ο Καζαντζίδης και είναι του Νικολόπουλου και
του Πυθαγόρα.
Μ.C.:
Ο τίτλος "υπάρχω κι εγώ" είναι τυχαίος ή υποδηλώνει κάτι,
θέλεις να περάσεις κάποιο μήνυμα ενδεχομένως.
Γ.Β.:
Νομίζω
ότι είναι τυχαίος εντελώς, είναι ο στίχος ενός κομματιού, βέβαια άμα
θέλω να το συνδυάσω
κάπως, θα το συνδυάσω. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δυο γνώμες για τον
τίτλο, σε άλλους αρέσει πολύ, σε άλλους δεν αρέσει καθόλου, δηλαδή το
θεωρούνε ακραίο. Ίσως να μην έπρεπε να υπάρχει αυτός ο τίτλος, αλλά
εμένα μου άρεσε πολύ. Εγώ τον διάλεξα βασικά, ο πατέρας μου έτσι κι
έτσι...
Μ.C.:
Πολλοί λένε ότι η καριέρα σου ακολουθεί κάποια βήματα τα οποία στηρίζονται
στον πατέρα σου. Μήπως αυτός ο τίτλος θέλει να δείξει ότι είσαι κι "εσύ",
ότι υπάρχεις κι εσύ. Ότι είσαι ο Γιάννης ο Βαρδής και όχι ο γιος του
Αντώνη Βαρδή;
Γ.Β.:
Εγώ μπορώ να σου πω πώς σκέφτομαι τον τίτλο, αλλά για μένα. Είναι κάτι
που δεν το έχω ξαναπεί σε συνέντευξη... Επειδή υπάρχουν πολλές δυσκολίες
μέσα στο χώρο, κι αν θες επειδή ο δεύτερος δίσκος μου δεν πήγε τόσο
καλά όσο περιμέναμε, ναι θέλω ν' αποδείξω στον εαυτό μου ότι υπάρχω,
ότι είμαι μέσα στο χώρο, ότι δεν είναι κάτι τυχαίο, δεν είμαι κάτι
με ημερομηνία λήξης. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου. Ναι λοιπόν,
κάπου μου ταιριάζει ο τίτλος, με εκφράζει. Αλλά δεν το έχω πει προς
τα έξω ποτέ μέχρι τώρα.
Μ.C.:
Εσύ, προσπαθείς πράγματι στην καριέρα σου ν' ακολουθήσεις τα βήματα
του πατέρα σου, ως κάτι δοκιμασμένο, ως ένα δρόμο σίγουρο;
Γ..: Κοίτα,
οι επιρροές υπάρχουνε όπως και να 'χει, γιατί με τη μουσική του πατέρα
μου μεγάλωσα. Μπορεί να τραγουδάω κομμάτια του πατέρα μου, μπορεί να
στηρίζομαι εν μέρει στον πατέρα μου, αλλά νομίζω ότι προσπαθώ
κι εγώ μόνος μου, δηλαδή, να σου το πω κάπως διαφορετικά: Αν κάποιος
πει ότι όλα είναι ο πατέρας του, δεν μπορώ να του πω τίποτα εγώ. Ο καθένας
έχει τη γνώμη του. Πιστεύω ότι έχω μια σχετικά καλή φωνή, και ότι έχω
κάποιο μικρό ταλέντο, νομίζω ο χρόνος θα δείξει περισσότερο.
Μ.C.:
Μέχρι τώρα στους δίσκους σου, έχεις συνεργαστεί με πολλούς στιχουργούς,
αλλά με έναν μόνο συνθέτη, σταθερά. Είναι υπερβολική εμπιστοσύνη; είναι
κάτι τυχαίο;
Γ.Β.:
Όχι, τυχαία δε γίνεται. Είναι επιλογή
μας, και του πατέρα μου και δικιά μου. Εμένα μου δίνει μια σιγουριά
πολύ μεγάλη γιατί ξέρω ότι όταν θα μου δώσει κάποιο τραγούδι, θα δώσει
τον καλύτερό του εαυτό. Υπάρχουν και άλλοι που μου αρέσουν πάρα πολύ
και ίσως στο μέλλον να συνεργαστούμε. Ο τρίτος δίσκος κανονικά δεν θα
ήταν με τον πατέρα μου. Είχαμε συμφωνήσει δηλαδή από την υπογραφή του
συμβολαίου ότι ο τρίτος δίσκος θα ήταν με διαφορετικούς συνθέτες. Απλά
η πίεση του χρόνου, γιατί είχε περάσει αρκετό διάστημα και έπρεπε να
βγει δίσκος, μας έκανε να συνεργαστούμε ξανά. Αλλά δε σου κρύβω ότι
η σιγουριά αυτή είναι ό,τι καλύτερο για μένα.
Μ.C.:
Να περιμένουμε λοιπόν για τον επόμενο δίσκο ότι θα είναι με άλλους συνθέτες;
Ή είναι νωρίς να μιλάμε για τον επόμενο δίσκο;
Γ.Β.:
Νωρίς είναι αλλά δεν είναι κακό να μιλάμε... Κανονικά ναι. Δεν ξέρω
αν θα είναι ολόκληρος, δηλαδή δεν έχω συζητήσει με τον πατέρα μου αν
θα είναι πέντε τραγούδια δικά του και τα υπόλοιπα πέντε άλλων συνθετών.
Αλλά νομίζω πως θα δοκιμάσω κι άλλα πράγματα, ναι. Βέβαια μερικές φορές
κάθομαι κι αναρωτιέμαι αν βρω κάποιους ανθρώπους που θέλουν κι εκείνοι
να συνεργαστούν μαζί μου, πώς θα γράψουν για μένα. Δηλαδή θα γράψουν
με τον τρόπο που γράφουν μέχρι τώρα ή θα προσπαθήσουν να προσαρμόσουν
το γράψιμό τους πάνω μου. Γιατί άμα είναι έτσι, μπορώ να κάτσω και με
τον πατέρα μου.
Μ.C.:
Εσύ έπαιζες πιάνο, άρα ξέρεις μουσική, νότες, να περιμένουνε κάποια
στιγμή κάποια δική σου σύνθεση; Έχεις δοκιμάσει ποτέ να γράψεις τραγούδια;
Γ.Β.:
Ναι, ξέρω μουσική. Μου έρχονται πολλές μελωδίες, αλλά δεν κάθομαι να
τις γράψω ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον φοβάμαι. Ο πατέρας μου πιστεύει
ότι έχω ταλέντο, εγώ δεν ξέρω.
Μ.C.:
Μ' ένα βοηθό σαν τον πατέρα σου, νομίζω ότι δε θα 'πρεπε να φοβάσαι
καθόλου, γιατί στα πρώτα βήματα θα σε βοηθήσει, η αρχή είναι δύσκολη
πάντα.
Γ.Β.:
Να σου πω. Εγώ γενικά σαν άνθρωπος είμαι λίγο αμελής, κι αυτή η συνεργασία
με τον πατέρα μου, η μόνιμη συνεργασία με τη σιγουριά που μου παρέχει
με κάνει να επαναπαύομαι. Και αυτό δεν είναι καλό, γιατί αν δεν υπήρχε
ο πατέρας μου και εγώ ήμουνα στο χώρο και συνεργαζόμουνα με άλλους ανθρώπους,
σίγουρα θα "ψαχνόμουν" πολύ περισσότερο, γιατί δεν θα είχα
να στηρίζομαι σε κάποιον.
Μ.C.:
Δηλαδή, είναι μια εύκολη λύση, μια λύση σιγουριάς; Που σε κάνει να αισθάνεσαι
γερός στα πόδια σου;
Γ.Β.:
Σίγουρα είναι λύση σιγουριάς. Ναι, ναι.
Μ.C.:
Συχνά - πυκνά επίσης, έχεις ερμηνεύσει τραγούδια μαζί με τον πατέρα
σου, και αυτά τα τραγούδια κάνουν πάντα πολύ μεγάλες επιτυχίες. Υπάρχει
κάποιο μυστικό σ' αυτό; Είναι το θέμα που πραγματεύονται τα τραγούδια;
Ίσως επειδή είναι καθημερινοί οι στίχοι, είναι στίχοι που μπορεί να
ανταποκρίνονται σε καταστάσεις που κάθε άτομο μπορεί να έχει ζήσει;
Γ.Β.:
Δεν ξέρω ποιο είναι το μυστικό. Πιστέυω ότι ο πατέρας
μου έχει μεγάλη αμεσότητα με τον κόσμο, δηλαδή μπορεί να πιάνει
το τι αρέσει. Και βέβαια και οι στίχοι γιατί πολλές φορές βοηθάει το
στιχουργό δίνοντάς του ένα θέμα, ότι δηλαδή θέλω να μου γράψεις κάτι
που να έχει σχέση μ' αυτό. Νομίζω τα ερωτικά του τραγούδια είναι πολύ
άμεσα. Και συνθετικά πάλι νομίζω ότι γράφει πολύ άμεσα, απλά μπορεί
να μην είναι κάποιες φορές τόσο εμπορικός, όπως μπορεί να είναι κάποιος
άλλος. Δηλαδή, μπορεί ο δίσκος να μην "πιάσει" απ' τις πρώτες
μέρες, όπως π.χ. ένας δίσκος του Φοίβου. Θέλει άκουσμα, θέλει δουλειά
από τον ακροατή.
Μ.C.:
Πολλές φορές όμως "πιάνει" κι απ' τις πρώτες μέρες όπως π.χ.
με τον πρώτο σου δίσκο.
Γ.Β.:
Με μένα, ναι. Ήταν η εξαίρεση. Με τον πρώτο μου δίσκο ήταν η εξαίρεση.
Μ.C.:
Πριν πάμε σ' αυτό, θέλω να σε ρωτήσω: Διάλεξες να ερμηνεύσεις το "Αγριολούλουδο",
γιατί συγκεκριμένα αυτό το τραγούδι, σου λέει κάτι αυτό το τραγούδι,
πώς το επέλεξες;
Γ.Β.:
Βασικά μεγάλωσα με τέτοια μουσική. Είναι ένα πολύ αγαπημένο κομμάτι,
και κάποια στιγμή μου το πρότεινε ο πατέρας μου, ρωτήσαμε το Νικολόπουλο
μας έδωσε την άδεια που χρειάζεται και το ηχογραφήσαμε. Θα μπορούσε
όμως να είναι και κάποιο άλλο τραγούδι του Καζαντζίδη.
Μ.C.:
Φοβήθηκες μήπως συγκρίνουνε εσένα με τον Καζαντζίδη;
Γ.Β.:
Όχι δε φοβήθηκα, γιατί... άμα με συγκρίνουνε είναι μεγάλη τιμή για μένα.
Μ.C.:
Απλά μήπως λέγανε, που πάει, αυτό το 'χει πει ο ..."Θεός",
τι πάει να κάνει...
Γ.Β.:
Ναι σίγουρα το έχει πει ο "θεός", (γέλια) το θέμα είναι ότι
εγώ δεν το είπα για να το ερμηνεύσω διαφορετικά, για να συγκριθώ, το
είπα απλά επειδή το αγαπάω πολύ.
Μ.C.:
Ο Καζαντζίδης περνάει μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του, θα ήθελες
να ευχηθείς κάτι;
Γ.Β.:
Περαστικά βασικά, γιατί νομίζω ότι έχει πολλά ακόμα να δώσει, πάρα πολλά.
Μ.C.:
Άφησε κι ένα δίσκο στη μέση... Ωστόσο στο δίσκο σου, αφιερώνεις ένα
τραγούδι, το "φεγγάρι" σε δύο άλλους μεγάλους του ελληνικού
τραγουδιού, στο Μίμη Πλέσσα και στο Λευτέρη Παπαδόπουλο. Γιατί ειδικά
σ' αυτούς;
Γ.Β.:
Γιατί ειδικά ο Πλέσσας είναι πάρα πολύ αγαπημένος, η πρώτη μου
επαφή με την ελληνική μουσική ήταν με Πλέσσα. Ξέρεις, μετά από ερωτική
απογοήτευση στην εφηβεία, αρχίζεις και ψάχνεσαι και έτσι ήταν η πρώτη
μου επαφή, άκουγα Πουλόπουλο κλπ. Πιστεύω και δεν είμαι υπερβολικός,
ότι ο Πλέσσας και ο Παπαδόπουλος έχουν γράψει τα πιο ωραία τραγούδια
στην ελληνική δισκογραφία. Και νομίζω ότι από τις μεγάλες επιτυχίες
που έχουν γίνει από ελληνικά τραγούδια, οι μισές είναι δικές τους.
Μ.C.:
Φαντάζομαι τους γνωρίζεις προσωπικά...
Γ.Β.:
Τον Παπαδόπουλο δεν τον γνωρίζω, τον Πλέσσα ναι.
Μ.C.:
Σε παρότρυνε να ακολουθήσεις την καριέρα του πατέρα σου;
Γ.Β.:
Όταν τον γνώρισα ήμουνα στα πρώτα μου βήματα και ακόμα δεν ήμουν σε
θέση να μιλήσουμε για τέτοια θέματα.
Μ.C.:
Ποιους άλλους θαυμάζεις από την ελληνική μουσική σκηνή;
Γ.Β.:
Μεγάλωσα με Κατσιμίχα, αργότερα άκουγα Πυξ-Λαξ, αλλά οι
Κατσιμίχα νομίζω είναι το κάτι άλλο για μένα. Όταν ήμουνα μικρός τους
θαύμαζα πάρα πολύ, και είχα την τιμή και δούλεψα μαζί τους. Άλλα πράγματα
που άκουγα τότε - γιατί τώρα πλέον απλά ενημερώνομαι, δεν ακούω τόσο
πολύ - Λοΐζο άκουγα πάρα πολύ και γενικά σ' αυτό το στυλ.
Μ.C.:
Τώρα βέβαια η μουσική σου είναι επηρεασμένη από τον Αντώνη Βαρδή. Θα
ήθελες στο μέλλον να περάσεις κάποιον πιο ροκ ήχο, όπως των Κατσιμιχαίων
ας πούμε...
Γ.Β.:
Βασικά μ' αρέσει πάρα πολύ αυτό το στυλ, αλλά δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη
εποχή και δεν ξέρω και αν είναι όλοι τυχεροί, δηλαδή αν θα ήμουνα κι
εγώ τυχερός όπως π.χ. ένα περίπου ίδιο στυλ με λίγο πιο λαϊκά στοιχεία
κάποιες φορές ακολούθησαν οι Πυξ Λαξ. Εγώ δοκίμασα στον προηγούμενο
δίσκο, στον πρώτο μου δίσκο υπήρχε το "άμα
δεις τα παιδιά", στη "μοναξιά",
δοκίμασα να πω πιο ηλεκτρικές μπαλάντες, λίγο πιο ροκ. Δεν ήμουν
όμως πολύ τυχερός και δεν ξέρω τι φταίει, δηλαδή εννοώ πως πιστεύω ότι
απ' αυτούς που αγόρασαν το δίσκο, ο δίσκος αγαπήθηκε, απλά δεν ήμουνα
πολύ τυχερός ώστε ν' ακουστεί πάρα πολύ απ' το ραδιόφωνο ή σε επίπεδο
πωλήσεων, μπορεί να ήταν και η εποχή. Και να σκεφτείς ότι οι περισσότεροι
"fan" (σε εισαγωγικά) με παρότρυναν να κάνω κάτι τέτοιο μετά
τον πρώτο δίσκο. Μου λέγανε να κάνω κάτι πιο ροκ. Δεν μπορώ βέβαια να
πω ότι μου βγήκε σε κακό, ήτανε μια φάση κι αυτή. Αλλά δεν ξέρω τι συνέβη
και ο δίσκος τελικά δεν είχε την επιτυχία που περιμέναμε.
Μ.C.:
Κάθε εμπόδιο για καλό... Λένε ότι σήμερα τα τραγούδια έχουν χάσει την
ποιότητά τους ένεκα της εμπορικότητας. Συμφωνείς σ' αυτό; Μπορεί η ποιότητα
να συμβαδίσει με την εμπορικότητα; Γιατί οι δημιουργοί και οι τραγουδιστές
επιλέγουν τραγούδια τα οποία είναι περισσότερο προς την πλευρά της εμπορικότητας
παρά προς την ποιότητα, εφόσον και το ποιοτικό μπορεί να πουλήσει;
Γ.Β.:
Σίγουρα η ποιότητα έπεται της εμπορικότητας, ωστόσο είναι στοιχεία
που μπορούν να συμβαδίσουν. Υπάρχουν πολλές δικαιολογίες, μπορεί να
είναι σημεία των καιρών, μπορεί να ευθύνεται το εύκολο σουξέ, το οποίο
ίσως οι περισσότεροι να το ζητούν κάποιες στιγμές γιατί κάνοντας ένα
εύκολο σουξέ μπορείς να πάρεις πιο πολλά λεφτά, να δουλέψεις σ' ένα
μαγαζί, να σου κάνουν κάποιες προτάσεις να βγάλεις χρήματα, ασχέτως
αν αυτό το εύκολο κομμάτι μπορεί μετά από δυο μήνες να μην ακούγεται
καθόλου. Δε μ' αρέσει όμως αυτός ο δρόμος του τόσο "εύκολου".
Γιατί δε μένει και τίποτα στην ουσία. Γενικά πιστεύω πως μέσα σ' όλα
αυτά τα χρόνια υπάρχουν και καλά τραγούδια και κακά. Η αλήθεια είναι
ότι στις μέρες μας τα πιο πολλά είναι κακά κομμάτια και είναι πάρα πολύ
εμπορικά. Βέβαια δεν τα κατακρίνω, μάλιστα με τα πιο πολλά μπορεί να
διασκεδάσω κιόλας κάποιες στιγμές, αλλά δεν ξέρω, δε βλέπω να αλλάζει
κάτι.
Μ.C.:
Υπάρχει μήπως και πληθώρα τραγουδιστών και κάπου για να καλυφθούν όλες
οι ανάγκες για τραγούδια είναι λογικό να υπάρχει αυτή η προχειρότητα;
Άλλο να βγάζει ένας συνθέτης δέκα τραγούδια σε ένα εξάμηνο και άλλο
να βγάζει εκατό...
Γ.Β.:
Και αυτό σίγουρα παίζει ρόλο. Δεν ξέρω αν είναι σωστό και αντικειμενικό
αυτό που θα πω, αλλά όταν πρωτοβγαίνεις στο χώρο και ξέρεις ότι υπάρχουν
πολλοί άλλοι που βγαίνουν την ίδια χρονια, την ίδια μέρα μαζί σου, πρέπει
να κάνεις και κάτι εμπορικό. Για να μπορέσεις να ξεχωρίσεις.
Για να μη σε πάρει η "μπάλα" και δεν ακουστείς και ποτέ. Γιατί
και το ραδιόφωνο τι να πρωτοπαίξει; Βασικά όλα είναι πολύ αναλώσιμα
πλέον κι έτσι αναγκάζεσαι κι εσύ να μπεις στο παιγνίδι. Αναγκάζεσαι...
Μπορεί και να μη μπεις στο παιγνίδι και να σου βγει και σε καλό, μακροχρόνια
όμως. Είναι ανάλογα και τι δρόμο επιλέγεις να κάνεις. Υπάρχουν άτομα
που θέλουν να κάνουν γρήγορο σουξέ και να ανεβούν άμεσα στην κορυφή
και υπάρχουν και άτομα που θέλουν σιγά-σιγά να δίνουν κάτι και ας μην
είναι και τόσο εμπορικό.
Μ.C.:
Είναι η εποχή μας αναλώσιμη;
Γ.Β.:
Νομίζω ναι. Γενικότερα, όχι μόνο στη μουσική.
Μ.C.:
Θέλω να μου δώσεις ένα σύντομο βιογραφικό. Πώς ξεκίνησες, πώς αποφάσισες
να τραγουδήσεις, ποιος ήταν αυτός που κυρίως σε παρότρυνε.
Γ.Β.:
Δε με παρότρυνε κανένας. Ήθελα να πάω να σπουδάσω ηχοληψία και
παραγωγή, αλλά σε κάποια φάση στο στρατό ..."τα είδα όλα"!
Συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κάνω κάτι που να τ' αγαπάω πραγματικά,
και στη φάση εκείνη της ζωής μου, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ότι
αγαπάω ήταν το τραγούδι. Τώρα πως θα γινόταν αυτό; Ο πατέρας
μου πολλές φορές ήθελε να με ακούσει, να δει αν έχω τη "φλέβα".
Όχι για να με βάλει στο χώρο, ο άνθρωπος ποτέ δε με παρότρυνε, ούτε
με πίεσε ποτέ. Απλά ήθελε να δει αν ακολουθώ τα βήματα της οικογένειας.
Εγώ με τον πατέρα μου δεν είχα πολύ μεγάλη επαφή, ουσιαστική γιατί ήταν
χωρισμένοι οι γονείς μου, κάποια στιγμή όμως πήρα το θάρρος, τότε στην
πρώην γυναίκα του και της είπα ότι ήθελα να με ακούσει ο πατέρας μου.
Φαντάσου, δεν μίλησα καν σ' αυτόν. Κάποια στιγμή λοιπόν, βρεθήκαμε και
με άκουσε. Πριν απ' όλα μου είπε "αφού θέλεις να μπεις στο χώρο
εγώ μπορώ να σε βοηθήσω πάρα πολύ αλλά αν δε μ' αρέσεις καλύτερα να
μείνεις απ' έξω, γιατί δε θέλω να εκτεθείς και δε θέλω να εκθέσεις και
μένα, γιατί είμαι κάποια χρόνια στο χώρο και δε θέλω να λένε για το
γιό μου, πως τραγουδάει έτσι και τα λοιπά". Ευτυχώς του άρεσα.
Και μάλιστα, αν και είναι κλειστός άνθρωπος και δε βγάζει πολλά συναισθήματα,
είπε ότι είμαι πολύ καλός και πιο έτοιμος απ' ότι περίμενε. Βέβαια αυτά
τα έμαθα αργότερα από τρίτους, γιατί όταν με άκουσε δεν μου είπε τίποτα.
Μου είπε "μην περιμένεις να σου κάνω δίσκο, θα σε πάρω μαζί
μου στη δουλειά να δουλέψεις, θα κάνεις φωνητικά σε άλλους, δεν ξέρω
πόσο χρόνο θα πάρει αυτό" κι έτσι ξεκίνησα. Μ' έπαιρνε μαζί
του σε συναυλίες, έκανα φωνητικά, έλεγα δυο τραγούδια μαζί του των Κατσιμίχα,
μετά με πήρε στη δουλειά μαζί του το χειμώνα, έκανα φωνητικά στη Δήμου,
στον Τουρνά, στη Γλυκερία, στον πατέρα μου, σε πάρα πολλούς.
Αυτό κράτησε δυο χρόνια, και κάποια στιγμή μου είπε ότι θα πούμε ένα
κομμάτι μαζί. Αυτό ήταν το "θα σε περιμένω"...
Μ.C.:
Που έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία...
Γ.Β.:
Βασικά με έβαλε πολύ χαλαρά μέσα στο χώρο, με ετοίμαζε πολύ σιγά, δηλαδή
μετά το "θα σε περιμένω"
που ήταν η πρώτη συμμετοχή, μετά υπήρχε συμμετοχή στο δίσκο του με το
"ίσως"
και την "οικογενειακή υπόθεση"
δηλαδή και πάλι δεν μου έκανε δίσκο.
Μ.C.:
Ωστόσο νιώθεις δικαιωμένος ως προς τη διάθεσή σου να ακολουθήσεις αυτό
το δρόμο;
Γ.Β.:
Ναι. Εμένα μου 'πε ο πατέρας μου "αν θες να μπεις στο χώρο,
εγώ θα σε βοηθήσω. Πρέπει να είσαι συνετός, χαμηλών τόνων, και να έχεις
υπομονή". Ευτυχώς, σε όλα ταιριάζαμε, έτσι είμαι σαν άνθρωπος.
Δηλαδή, ποτέ δεν έπιασα τον εαυτό μου να λέω "ρε μπαμπά, άντε πότε
θα κάνουμε δίσκο και τα σχετικά". Ποτέ δε συνέβη αυτό. Περίμενα
να δω πότε θα είναι κατάλληλη η στιγμή που θα έκρινε εκείνος. Μπορεί
να μου 'λεγε κιόλας "Γιάννη, ποτέ δεν είναι κατάλληλη η στιγμή",
πάντα τον άκουγα, τον ακούω πάρα πολύ. Ευτυχώς αυτή η στιγμή ήρθε (γέλια).
Μ.C.:
Μιλάς για συναισθήματα. Ότι ο πατέρας σου δεν είναι πού ανοιχτός, εκδηλωτικός.
Ωστόσο στο "οικογενειακή υπόθεση"
αφιέρωσε ένα τραγούδι και στα δυο του παιδιά και σε σένα και στην Καλλιστώ,
ήταν μια κίνηση αρκετά όμορφη, αρκετά συγκινητική. Θα ήθελα να σε ρωτήσω
εσύ ποιο τραγούδι θα ήθελες να του αφιερώσεις με τη σειρά σου; Δικό
σου τραγούδι...
Γ.Β.:
Δικό μου τραγούδι; Δεν ξέρω, ίσως το "σ' αγαπάω πολύ κι απ' τη
μάνα μου ακόμα πιο πολύ" (γέλια)... Η αλήθεια είναι ότι του πατέρα
μου του έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία. Ίσως επειδή δεν τον έχω ζήσει
πολύ. Όταν χώρισαν οι γονείς μου ήμουν 6 ετών, υπήρχε επαφή βέβαια αλλά
πολύ επιφανειακή...
Μ.C.:
Ξέρουμε τόσα για τον πατέρα σου, αλλά εγώ θέλω να σε ρωτήσω πόσο σε
έχει βοηθήσει και η μητέρα σου.
Γ.Β.:
Η μητέρα μου δεν έχει καμία σχέση με το μουσικό χώρο, είναι φιλόλογος.
Έμεινα μαζί της μέχρι τα 19 μου χρόνια, μετά έφυγε στην Αμερική,
ξαναπαντρεύτηκε, και μένει εκεί.
Μ.C.:
Στα πρώτα σου βήματα σε βοήθησε, ήταν θετική;
Γ.Β.:
Ήμασταν ήδη μακριά. Έπαθε πλάκα όταν της είπα ότι θα μπω στο χώρο. Είχε
αυτή τη μεγάλη λαχτάρα ν' ακούσει το κομμάτι, να έρθει να με δει από
κοντά, πώς είμαι στη σκηνή πάνω, ξέρεις όταν έχεις το παιδί σου μακριά...
Μ.C.:
Σ' έχει δει ποτέ;
Γ.Β.:
Ναι, μ' έχει δει πάρα πολλές φορές. Έρχεται πολύ συχνά στην Ελλάδα,
νομίζω ότι αυτή η λαχτάρα δεν της έχει φύγει...
Μ.C.:
Τι σου είπε την πρώτη φορά που σε είδε; Που σε παρακολούθησε κάπου να
τραγουδάς και μετά ήρθε και σου μίλησε. Τι σου είπε;
Γ.Β.:
Βασικά της είπα να έρθει στο τέλος, γιατί με αγχώνει...
Μ.C.:
Ναι στο τέλος. Αλλά τι σου είπε, ποια ήταν τα πρώτα της λόγια;
Γ.Β.:
Τίποτα, έκλαιγε πολύ. Έκλαιγε πάρα πολύ. Δεν το πίστευε με τίποτα. Αλλά
γενικά όποτε έρχεται με αγχώνει πολύ, δηλαδή, μπορεί να τραγουδάω και
να μου κάνει από κάτω νοήματα του στυλ "φτιάξε το πουκάμισό σου"
και τέτοια. Λέω "μαμά τι λες τώρα..." (γέλια).
Μ.C.:
Τι θα ήθελες να της πεις μέσω του Music Corner;
Γ.Β.:
Να κάνει υπομονή και όσο πιο σύντομα να κατέβει στην Ελλάδα. Νιώθω και
πιστεύω πως το ίδιο νιώθει κι αυτή, πως δεν μπορεί μακριά μας και έχει
μετανιώσει που έφυγε στην Αμερική.
Μ.C.:
Το τραγούδι για σένα είναι δουλειά ή χόμπι;
Γ.Β:
Θα έλεγα ότι είναι έρωτας. Ούτε δουλειά ούτε χόμπι.
Μ.C.:
Ωστόσο είναι ένας έρωτας που αποφέρει και κάποια έσοδα. Μπορείς να ζήσεις
μ' αυτόν τον έρωτα. Εάν δεν ήταν έτσι, θα ήταν το ίδιο παθιασμένος έρωτας;
Γ.Β.:
Ναι, ναι. Θα ήτανε το ίδιο. Και ίσως να ήταν και πιο πολύ. Αν πω ότι
δεν έχω αλλάξει θα ήταν ψέμα. Μπαίνοντας στο χώρο θέλεις να βγάλεις
πολλά συναισθήματα, αλλά μπορεί στην πορεία και το χρήμα να σε αλλάξει
πάρα πολύ, να σ' επηρεάσει. Να τα βλέπεις όλα πιο σκληρά, να το βλέπεις
σαν δουλειά που σου αποφέρει χρήματα και τίποτ' άλλο. Δε μπορώ όμως
να το δω έτσι. Το ζω κάθε στιγμή. Κάθε βράδυ που δουλεύω το ζω.
Έχω το ίδιο άγχος όπως την πρώτη μέρα. Θα μπορούσα να βγαίνω στη σκηνή
να κάνω το μισάωρό μου και να φύγω, να πάρω τα λεφτά μου να πάω σπίτι.
Δε μπορώ όμως να το δω έτσι, ποτέ.
Μ.C.:
Η επιτυχία λένε ότι πολλές φορές χαλάει τον άνθρωπο. Και υπάρχουν και
πολλά παραδείγματα, ας μην αναφέρουμε ονόματα, είναι πάρα πολλά (γέλια).
Εσύ γνώρισες την επιτυχία από μικρή σχετικά ηλικία. Πιστεύεις ότι έχεις
παραμείνει ίδιος όπως παλιά; Έχεις αλλάξει και σε ποιον τομέα; Βλέπεις
αλλιώς τους φίλους σου, τις παρέες σου;
Γ.Β.:
Ναι, έχω αλλάξει. Ευτυχώς με τους φίλους μου είμαι εντάξει. Ευτυχώς
έχω και φίλους με όλη τη σημασία της λέξης. Και αν αλλάξει κάτι μου
το λένε άμεσα, μου λένε "Γιάννη, σύνελθε γιατί κάτι συμβαίνει μαζί
σου". Κι έτσι πρέπει να είναι οι φίλοι. Όχι απλά να είναι από κοντά
σου και να 'ναι μόνο στα καλά. Πιστεύω ότι έχω αλλάξει πάντως. Έχω αλλάξει
και στον τρόπο που κινούμαι σαν άνθρωπος καθημερινά...
Μ.C.:
Έχουν αλλάξει και οι ρυθμοί σου...
Γ.Β.:
Ναι
βέβαια. Έχουν αλλάξει εντελώς. Προσέχω πάρα πολύ πλέον το πως θα κινηθώ,
το τι θα πω, το ο,τιδήποτε, γιατί γενικά μπορείς πολύ εύκολα να σχολιαστείς
χωρίς να το θες, νομίζω όμως ότι έχω αλλάξει και σαν άνθρωπος. Κάποια
στιγμή πριν δυο χρόνια περίπου, είχα μέσα μου φοβερή πάλη, ένιωσα πολύ
παράξενα. Δεν ήξερα τι συνέβη. Άρχισα να αλλάζω ξαφνικά και ένιωθα πολύ
άβολα. Ένιωθα ότι θέλω να σχολιάσω, να πω κακά πράγματα, δε μου άρεσε
τίποτα στο χώρο, μου άρεσαν πολύ λίγα πράγματα, και ήθελα να βγω και
να τα πω όλα. Και το 'χα πει στον πατέρα μου, του είχα πει "νομίζω
ότι έχω αλλάξει, ότι αλλάζω πάρα πολύ και με δυσαρεστεί πάρα πολύ αυτό".
Φοβόμουν ότι είχα αλλάξει ήδη και ότι δεν ήμουν αυτός που ήμουνα. Ο
πατέρας μου όμως με καθυσύχασε. Μου είπε "και μόνο που μπορείς
και το συνειδητοποιείς ότι αλλάζεις, αυτό δείχνει ότι μπορείς να βρεις
τρόπο να συγκρατηθείς, να μη καβαλήσεις το καλάμι". Βέβαια
το "καλάμι" μπορεί κάποια στιγμή να το έχω καβαλήσει, μπορεί,
δεν ξέρω. Αλλά πιστεύω πως αν το είχα καβαλήσει, ο πατέρας μου θα ...μου
έριχνε μία και θα μ' έβαζε πάλι στον ίσιο δρόμο. Είναι λίγο "φύλακας-άγγελος".
Μ.C.:
Αισθάνεσαι άβολα που πλέον είσαι γνωστός, κυκλοφορείς στο δρόμο, σε
αναγνωρίζουν, σε κάθε σου κίνηση αισθάνεσαι ότι σε κοιτάνε, ό,τι και
να κάνεις;
Γ.Β.:
Υπάρχουν
στιγμές που αισθάνομαι άβολα, ναι. Βέβαια παίζει ρόλο και το πώς σε
κοιτάνε. Μπορεί να παίρνεις απ' αυτό θετική ενέργεια, μπορεί να παίρνεις
και αρνητική. Όταν παίρνω αρνητική ενέργεια σίγουρα δε μ' αρέσει. Το
να σε κοιτάξουν και να σου χαμογελάσουν, ένα απλό χαμόγελο, είναι
ό,τι πιο ωραίο. Σε κάνει και αισθάνεσαι πάρα πολύ καλά και άνετα.
Μ.C.:
Ωστόσο θαυμάστριες υπάρχουν πάρα πολλές και δε νομίζω ότι περιορίζονται
σε ένα απλό χαμόγελο...
Γ.Β.:
Ξέρεις
τι συμβαίνει; Επειδή είμαι σχετικά ήρεμος, βγάζω μια ηρεμία,
και μια χαλαρότητα, οι εκδηλώσεις θαυμασμού είναι πολύ ήπιες
και δεν εκδηλώνονται πολύ ακραία.
Μ.C.:
Είσαι εύκολος στο να σε πλησιάσει κάποιος;
Γ.Β.:
Ναι,
πολύ εύκολος. Ακόμα και στον τόπο διασκέδασης, όταν βγαίνω (που βγαίνω
σχεδόν σε καθημερινή βάση), δεν πηγαίνω σε πριβέ μέρη, δεν κάθομαι σε
τραπέζια να είμαι απομονωμένος, είμαι πάντα στο μπαρ κάτω εκεί με τους
φίλους μου, οποιοσδήποτε μπορεί να μου μιλήσει...
Μ.C.:
Ας περάσουμε σε άλλο θέμα. Φέτος δε σε βλέπουμε να κάνεις πολλές συναυλίες.
Ούτε πλήρες πρόγραμμα έχει βγει ακόμα. Αποσπασματικά μόνο ξέρουμε για
τις Πρέσπες... Δεν ξέρω αν έχεις αποφασίσει για κάτι άλλο.
Γ.Β.:
Κι
εγώ ακόμα δεν ξέρω ακριβώς τις ημερομηνίες. Πάντως ξεκινάμε 30 Ιουλίου,
από τα Χανιά, μετά Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα, Βόρεια
Ελλάδα... Το πρόγραμμα δεν έχει βγει ακόμα. Δε θα κάνουμε πολλές
συναυλίες όμως.
Μ.C.:
Τις θεωρείς απαραίτητες τις συναυλίες για να μπορέσεις να προωθήσεις
τη δουλειά σου;
Γ.Β.:
Ναι,
τις θεωρώ απαραίτητες. Δε σου κρύβω ότι σκεφτόμουνα τι ωραία να έκανα
διακοπές, αλλά πρέπει να προωθήσω το δίσκο μου.
Μ.C.:
Διακοπές δεν θα κάνεις;
Γ.Β.:
Μάλλον
θα φύγω τώρα πέντε μέρες. Πιθανότατα για Ρόδο. Μια μεγάλη πόλη
είναι βέβαια κι αυτή, αλλά εντάξει είναι ωραία.
Μ.C.:
Με το Internet πώς τα πάς;
Γ.Β.:
Είμαι
πολύ αρχάριος. Είμαι ακόμα στη φάση που μπαίνω, παίρνω κάποιες πληροφορίες
που με ενδιαφέρουν και βγαίνω. Βέβαια σκοπεύω να ασχοληθώ λίγο περισσότερο.
Μ.C.:
"Άμα δω τα παιδιά" (τους φίλους σου) τι να τους πω; Τι θα
ήθελες να τους μεταφέρω;
Γ.Β.:
Ότι
τους αγαπάω πολύ...
***
Oι φωτογραφίες έχουν τραβηχθεί με ψηφιακή φωτογραφική μηχανή,
Olympus C-960
*** Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο "Πάρκο Ελευθερίας".
BAR
RESTAURANT CAFE
ΠΑΡΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (Βασ. Σοφίας)
7223784
|